Ειδησεογραφικό site

26 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Ζαμπέτα του πρωταθλητή του κεφιού

1.236

 

10 Μαρτίου 1992 έγραφε το ημερολόγιο όταν άφηνε την τελευταία του πνοή ο μεγάλος Γιώργος Ζαμπέτας. Για τη δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι, για τη συνθετική του δεινότητα, για την ιδιόρρυθμη… μάγκικη φωνή του, για τις εμφανίσεις του στα νυχτερινά μαγαζιά έχουν γραφτεί άπειρες σελίδες… Για τον φίλαθλο όμως Γιώργο Ζαμπέτα ελάχιστα έχουν ειπωθεί.

Βέρος Αθηναίος, είχε γεννηθεί στην Ακαδημία Πλάτωνος. Στην εφηβική του ηλικία η οικογένειά του μετακόμισε στο Αιγάλεω. Δέθηκε πολύ με την καινούργια του γειτονιά και το «Αιγάλεω Σίτι», όπως με στόμφο και καμάρι το αποκαλούσε, θα ακουγόταν πάντα στους στίχους του, στις συνεντεύξεις του και τις συναναστροφές του σαν ένα κομμάτι της πορείας του, του εαυτού του.

Ήταν αυθεντικός. Αυτό που έβλεπες, αυτό ήταν. Τον αγαπούσαν οι φίλαθλοι όλων των ομάδων και είχε φιλίες με παίκτες, προπονητές και παράγοντες από τις περισσότερες.


Υπήρξε αγνός Παναθηναϊκός και ήταν παρών στην κορυφαία στιγμή του τριφυλλιού, στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης στις 2 Ιουνίου 1971 στο Γουέμπλεϊ.

Ο κανονιέρης των «πρασίνων» Αντώνης Αντωνιάδης και φίλος του θυμάται: «Το Λονδίνο είχε γίνει μπλε και πράσινο από τις σημαίες της Ελλάδας και του Παναθηναϊκού. Στο σαλόνι του ξενοδοχείου ο Ζαμπέτας έδινε ρεσιτάλ μπροστά σε όλο τον κόσμο. Εκεί με το μπουζούκι ανά χείρας σιγοντάριζε με τις πενιές του τα συνθήματα των οπαδών και έκανε τους Άγγλους να κοιτάζουν σαν αποσβολωμένοι το όλο σκηνικό!».

Και ο μεγάλος Τάκης Οικονομόπουλος έχει πολλές αναμνήσεις από την περίσταση: «Καθόμαστε στο τραπέζι για το φαγητό, ο Ζαμπέτας φωνάζει την γκαρσόνα και της λέει: “Μανταμουαζέλ, ένα κόφι πλιζ (coffee please) με πολλές φουσκάλες”. Η γκαρσόνα τον κοίταξε λοξά και άρχισε να μας λέει λόκο, λόκο (loco, loco), δηλαδή τρελός!».

 

Ο «στρατηγός» και το «βιολοντσέλο»

 

Το φθινόπωρο του 1963 τον βρίσκει στην «Τριάνα του Χειλά», ένα από τα πιο γνωστά και φημισμένα κέντρα διασκέδασης στην Αθήνα, το οποίο βρισκόταν στη Λεωφόρο Συγγρού. Δίπλα του ο μεγάλος Γρηγόρης Μπιθικώτσης και μαζί τους μια εικοσάχρονη κοπέλα, ακόμα άγνωστη και σχεδόν χωρίς δισκογραφία. Την έλεγαν Βίκυ Μοσχολιού, «το βιολοντσέλο», όπως την είχε αποκαλέσει ο μουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης ακούγοντας τη βελούδινη φωνή της.

Εκείνη την εποχή μπήκε στη ζωή της Βίκυς ο Δομάζος. Ο «στρατηγός» πήγαινε στο μαγαζί μαζί με τον Παπαεμμανουήλ, τον Βαγγέλη Πανάκη και τον Λινοξυλάκη. Ήταν τα μεγάλα αστέρια της χρυσής εποχής του Παναθηναϊκού. Το τι ακριβώς συνέβη τότε το περιγράφει η ίδια η Βίκυ Μοσχολιού: «Εγώ ήθελα να πάω να του μιλήσω αλλά ντρεπόμουν. Μια βραδιά με σήκωσε ο Ζαμπέτας να τραγουδήσω τα “Παιδιά του Πειραιά”. Σηκώνομαι, στήνω το μικρόφωνο και πάνω που αρχίζω να τραγουδάω, να ο Δομάζος στην πόρτα και με κοιτάει: “Γιώργο, θα καθίσω” λέω στον Ζαμπέτα κι εκείνος μου απάντησε: “Άντεεε τραγούδα και μετά άντε στον μπαλαδόρο σου!”». Έτσι άρχισε να ανθίζει η σχέση της Βίκυς με τον Μίμη.

 

Μποτίνος, ο πιο καλός ο μαθητής

 

Θαυμαστές και φίλους είχε ο Ζαμπέτας σε όλες τις ομάδες. Ένας από αυτούς ήταν και ο διεθνής κυνηγός του Ολυμπιακού Βασίλης Μποτίνος. Ο Βολιώτης ποδοσφαιριστής από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στον Πειραιά άρχισε τις «επισκέψεις» στα κέντρα της παραλίας και του Συντάγματος. Ήταν δηλωμένος φαν του Ζαμπέτα. Μάλιστα ο τότε προπονητής των «ερυθρολεύκων» Μάρτον Μπούκοβι, που τον είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση, είχε μάθει ότι ο παίκτης του ξενυχτούσε στα μπουζούκια και ότι ήταν φίλος με τον συνθέτη και του έκανε συστάσεις. Χαρακτηριστικό ήταν πάντως το γεγονός ότι ο Μποτίνος σε όλα τα ταξίδια του Ολυμπιακού στην επαρχία ψυχαγωγούσε τους συμπαίκτες του και όλα τα μέλη της αποστολής τραγουδώντας (και μάλιστα πολύ ωραία) επιτυχίες, ποιου άλλου, του Ζαμπέτα.

Μάλιστα στις 18 Ιουνίου 1966 το γλέντι για την κατάκτηση του πρωταθλήματος έγινε στο μαγαζί του Γιώργου Ζαμπέτα και με προτροπή του εκδότη του «Φωτός» Θόδωρου Νικολαΐδη όλοι τραγουδούσαν συνεχώς το σουξέ της εποχής «Πάει, πάει, πάει και δεν γυρίζει πια» για να πικάρουν τους Παναθηναϊκούς, που έχασαν τον τίτλο.

Μεγάλος του φαν ήταν κι ο αέρινος Γιώργος Σιδέρης που έχει δηλώσει: «Τα λεφτά που παίρναμε τότε δεν ήταν πολλά. Κάποια στιγμή όμως από τις εκδηλώσεις του κόσμου μπορεί να καβαλήσεις και το καλάμι. Εγώ πήγαινα στα μπουζούκια, στον Ζαμπέτα τότε, γιατί ήταν η αγάπη μου και φίλος μου τότε και τρελαινόμουνα για τα ρεμπέτικά του. Αλλά βέβαια δεν έκανα και έξαλλα πράγματα».

 

 

 

 

Το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο στην αγκαλιά του

Το 1968 η ΑΕΚ νίκησε 89-82 τη Σλάβια Πράγας στο μπάσκετ και κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων. Είχε την τύχη τότε να έχει στην ομάδα της έναν Αμερικάνο από τη… Νίκαια, θαυμαστή και επιστήθιο φίλο του Ζαμπέτα. Το αξημέρωτο εκείνο βράδυ μετά τον ανεπανάληπτο θρίαμβο η ομάδα γλέντησε στα «Δειλινά». Ο Γιώργος Αμερικάνος πήρε το Κύπελλο που απονεμήθηκε μέσα στο Καλλιμάρμαρο (το επίσημο τρόπαιο ήταν κρυστάλλινο βάζο με ποτηράκια) και με την παρέα του πήγε και το γλέντησε στου Ζαμπέτα, που εμφανιζόταν στο κέντρο με Μοσχολιού και Ξανθόπουλο.

Για την «απαγωγή» αυτή του Κυπέλλου ο Αμερικάνος κλήθηκε σε απολογία από τη Διοίκηση.

 

«Είχα πάει τσάρκα στη Θεσσαλονίκη»

Στις 24-6-1974 η διοίκηση του ΠΑΟΚ διοργάνωσε μεγάλη γιορτή στην Τούμπα για την κατάκτηση του Κυπέλλου. Πάνω από 40.000 κόσμου γέμισε τις κερκίδες και στο κέντρο του γηπέδου είχε στηθεί μια εξέδρα. Το πρόγραμμα άνοιξε ο Κοντολάζος με το τραγούδι «Μπαρμπαλιάς» και συνέχισαν χειροκροτούμενοι ο ΠΑΟΚτζής Στράτος Διονυσίου, ο Γιώργος Γερολυμάτος, η Δούκισσα, η Ρένα Κουμιώτη κ.ά.

Τα φώτα ξαφνικά σβήνουν και ένας προβολέας ρίχνει το φως του στην πλάτη ενός ποδοσφαιριστή. Η φανέλα με το νούμερο 10 ξεσηκώνει τα πλήθη γιατί όλοι πιστεύουν πως είναι ο Γιώργος Κούδας. Τα φώτα ανάβουν και το νούμερο 10 πιάνει το μικρόφωνο και αναφωνεί «Άααααλααααααααααααα!!!!». Ο Γιώργος Ζαμπέτας κάνει για άλλη μια φορά μια μοναδική είσοδο και ξεσηκώνει τους θαυμαστές του!

Έτσι ήταν ο Ζαμπέτας. Αυθεντικός και ξεχωριστός στην τέχνη του και στη συμπεριφορά του. Γι’ αυτό ευτύχησε να λατρευτεί από πολλούς και να αναγνωριστεί από περισσότερους στην εποχή του και το πιο σημαντικό: Τα τραγούδια του και η ανάμνηση της ιδιαίτερης παρουσίας του να μείνουν στον χρόνο.

 

 

 

Τα σχόλια είναι κλειστά.