Ειδησεογραφικό site

Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα

60

Του Αβέρκιου Λουδάρου*

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα χωριό. Οι κάτοικοί του νόμιζαν ότι ήταν πολύ, μα πολύ ξεχωριστοί, τόσο που όλοι έπρεπε να τους κάνουν τα χατίρια και εκείνοι ποτέ να μην πληρώνουν τον λογαριασμό. Όλο το χωριό ζούσε από τη δουλειά λίγων που μοχθούσαν στα χωράφια και τα κοπάδια. Οι υπόλοιποι, οι πολλοί, άφηναν τα χωράφια τους χέρσα και την έβγαζαν το πρωί στους καφενέδες, το βράδυ στις ταβέρνες και τις νύχτες στα κέντρα διασκέδασης.

Βέβαια, τα λεφτά που συνεισέφεραν στο κοινό ταμείο οι λίγοι, δεν έφταναν για να ζουν όλοι στο χωριό και να συντηρούνται οι γραφειοκράτες και οι υπηρεσίες, από τις οποίες σιτίζονταν οι πολλοί. Οπότε οι προύχοντες ανακάλυψαν έναν τρόπο να μην λείπουν τα χρήματα. Ζητούσαν και έπαιρναν δανεικά από τα γειτονικά χωριά, όπου οι περισσότεροι δούλευαν και μόνο λίγοι σιτίζονταν από τις υπηρεσίες.

Όλα έβαιναν καλώς με αυτό το σύστημα μέχρι που ένα πρωί οι προύχοντες έντρομοι ανακάλυψαν ότι ο λογαριασμός με τα χρέη στα άλλα χωριά είχε «φουσκώσει» και κανείς πλέον δεν ήθελε να τους δώσει δανεικά…

Η είδηση έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία στο χωριό και απλώθηκε σαν μολυσματικός ιός. Λοιμός ενέσκηψε που θα έλεγε ένας τραγικός ποιητής, αλλά σε αυτό το χωριό δεν ζούσαν παρά ελάχιστοι πια ποιητές. Οι κάτοικοι του χωριού, προσβεβλημένοι από τον ιό, έπεσαν βαριά άρρωστοι. Η ασθένεια τους κατέτρωγε και δεν ήξεραν πώς να την αντιμετωπίσουν, γιατί στα τόσα χρόνια σχόλης δεν ενδιαφέρθηκαν για φάρμακα και θεραπείες. Δεν είχαν κάνει το κουμάντο τους. Τότε φώναξαν τους γείτονες για να τους βοηθήσουν. Οι γείτονες συμφώνησαν, αλλά έβαλαν πολύ-πολύ αυστηρούς όρους. «Πρέπει να κάνετε αυτά κι αυτά… Πρέπει να μάθετε να ζείτε με λιγότερα μέχρι να ξαναγυρίσετε στα χωράφια σας και να γίνετε παραγωγικοί» τους είπαν. Οι κάτοικοι του χωριού, μη έχοντας άλλη λύση, αποδέχθηκαν τους επαχθείς όρους και μπήκαν στην εντατική του νοσοκομείου.

Παρά την γκρίνια, τη μουρμούρα, την αναποφασιστικότητα και την αναβλητικότητά τους, οι κάτοικοι του χωριού έδειχναν πως θα τα κατάφερναν. Βγήκαν από την εντατική, μπήκαν σε θάλαμο αποκατάστασης και περίμεναν να πάρουν σύντομα εξιτήριο. Και τότε, κυριολεκτικά «στο παρά πέντε» του τέλους της επώδυνης θεραπείας τους, οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν να παρακούσουν τους θεραπευτές και να φύγουν από το νοσοκομείο μια ώρα αρχύτερα.

Τι κι αν τους έλεγαν οι γείτονες να περιμένουν ακόμη λίγο γιατί δεν είχαν πλήρως αποθεραπευτεί, εκείνοι, αγύριστα κεφάλια, απάντησαν: «Δεν θέλουμε θεραπεία, εμάς μας αρέσει ο προηγούμενος τρόπος ζωής. Θέλουμε να ζούμε από το δημόσιο χωρίς να παράγουμε. Θα κάνουμε ένα πείραμα με άλλον τρόπο θεραπείας και θα ξαναγυρίσουμε στα παλιά». Οι γείτονες τους άνοιξαν την πόρτα και τους άφησαν να πάνε στο καλό.

Οι κάτοικοι του χωριού βγήκαν από το νοσοκομείο με την παροιμιώδη μαγκιά τους σε όλο της το μεγαλείο. Αλλά ένας-ένας άρχισαν να πέφτουν ξεροί. Γιατί, όντως, η θεραπεία δεν είχε ολοκληρωθεί. Ο ιός καιροφυλακτούσε. Όταν όμως το κατάλαβαν, ήταν πια αργά για δάκρυα και μετάνοιες…

* Ο Αβέρκιος Λουδάρος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «άκου νεοέλληνα – οι αιτίες που μας οδήγησαν στην παρακμή και τη μεγάλη ύφεση»

Τα σχόλια είναι κλειστά.