Ειδησεογραφικό site

Πάλι φταίνε οι ξένοι…

47

Του Αβέρκιου Λουδάρου*

Νεωτερικότητα στην πολιτική, την κοινωνία, τη ζωή γενικότερα, δεν είναι τα ριχτά πουκάμισα, τα χέρια στις τσέπες και η επίδειξη μαγκιάς. Η κοινωνία-αγέλη που πιστεύει ότι αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας, είναι καταδικασμένη να βουλιάξει σε μία ακόμη μεγαλύτερη παρακμή από αυτήν που βιώνει.

Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης έδειξαν ότι απέχει παρασάγγας από τη νεωτερικότητα. Αν και νέος σε ηλικία ο πρωθυπουργός, δεν κομίζει κάτι νέο. Συντηρεί τη νοοτροπία που οδήγησε στην παρακμή, τη λογική ότι εμείς δεν φέρουμε καμία ευθύνη για όσα στο σπίτι μας συμβαίνουν, ότι για όλα φταίνε πάντα οι άλλοι, φταίνε πάντα οι ξένοι.

Είπε μέσες-άκρες ότι όσα συμβαίνουν στη χώρα είναι ένα νεοφιλελεύθερο σχέδιο για τη μείωση των μισθών και για να κερδοσκοπήσουν τα γεράκια των αγορών και η παγκόσμια ολιγαρχία. Αλήθεια, εμείς ή οι σατανικοί ξένοι δημιούργησαν τα ελλείμματα; Γιατί το έκαναν στην Ελλάδα και όχι σε άλλη χώρα; Αφού οι μισθοί μειώθηκαν, γιατί δεν χτίζουν εδώ εργοστάσια με χαμηλό εργατικό κόστος; Οι εύλογες και αυτονόητες απαντήσεις, η ίδια η πραγματικότητα, δίνει απάντηση στο ερώτημα «ποιος φταίει». Και στο κάτω-κάτω, εάν υπήρχε ένα υποχθόνιο σχέδιο, θα αποτύγχανε εν τη γενέσει του στην περίπτωση που η Ελλάδα δεν ήταν ξέφραγο αμπέλι. Και ξέφραγο αμπέλι εμείς την κάναμε. Όχι οι ξένοι ή ο διάβολος.

Όσο συντηρείται η συνωμοσιολογία, θα καθόμαστε άπραγοι, αδρανείς και θα περιμένουμε να τραφούμε από σωτηριολογικού τύπου κηρύγματα. Και εάν δεν μας σώσουν οι νεόκοποι σωτήρες, δεν βαριέσαι, θα βρούμε άλλους μεσσίες. Διαθέτει μπόλικους ο τόπος μας.

Εν κατακλείδι και για να καταλάβουμε πόσο βαθιά έχει εισχωρήσει μέσα μας η ανάγκη για μετατόπιση των ευθυνών μας, παραθέτουμε σατυρικούς στίχους του Γεώργιου Σουρή, που λες και γράφτηκαν σήμερα:

Ὁ Ῥωμηός

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,

τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,

καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,

κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.

Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,

τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ

ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο

τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

 

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !

ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές

κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,

καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.

 

Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,

καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,

καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω

τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.

 

Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,

κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,

τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,

κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.

 

Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,

ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ…

Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,

κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.

 

Στὸν καφετζῆ ξεσπάω… φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.

Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,

τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,

καὶ τέλος… δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.

 

*Ο Αβέρκιος Λουδάρος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «άκου νεοέλληνα – οι αιτίες που μας οδήγησαν στην παρακμή και τη μεγάλη ύφεση»

Τα σχόλια είναι κλειστά.