Ειδησεογραφικό site

Ονειρεύομαι…

98

Του Ελευθέριου Ανευλαβή

«Για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση.»

Γιάννης Ρίτσος

 

Ονειρεύομαι ΠΑΤΡΙΔΑ περήφανη, που μας χωρά όλους. Πατρίδα, που να την αγαπάμε κι όχι να την καπηλευόμαστε, ανεμίζοντας, της λέξης το κουφάρι, αδειανό πουκάμισο, τρύπια σημαία, να την καίνε τ’ αλητόπαιδα και να την πορνεύουν οι πατριδέμποροι.

Πατρίδα, που δεν θα την βρωμίζουν οι άχρηστοι καπάτσοι υπομείονες (χαφιέδες), πατώντας τους άξιους και άδολους· ούτε, θα την προδίδουν οι ντόπιοι εφιάλτες, οι λιποτάκτες της κρίσιμης ώρας.

«Τους Έλληνες ενωμένους … είναι δύσκολο να τους νικήσουν ακόμα κι αν όλοι οι άλλοι άνθρωποι μαζευτούν μαζί: Κατά μεν το ισχυρόν Έλληνας ομοφρονέοντας … χαλεπούς είναι περιγίγνεσθαι και άπασι ανθρώποισι». Ηρόδοτος.

Ονειρεύομαι ΝΕΟΥΣ ολόφωτους, αλήτες της σκέψης, που ανοίγουν πανιά για το ουράνιο τόξο της ανιδιοτέλειας και της ακριβής Ελευθερίας, εξοργισμένοι με τον πλανήτη των ηλιθίων, που εξαθλιώνει τους στερημένους και αποβλακώνει αυτούς που «σκέφτονται» με την κοιλιά τους.

Νέους, που καίνε την καρδιά τους, όχι την πόλη τους, καύσιμο για το ολόφωτο ταξίδι τους, με τον ιδρώτα του μόχθου στο πρόσωπο και την πρώιμη ρυτίδα της ευθύνης στο μεσόφρυδο. Όχι, φραπεδόμαγκες, φρεντοφλώρους, τουρμποανόητους ιντερνετηλίθιους, αργόσχολους υπαλλήλους της ρουτίνας και του συρμού. Με IQ τηλεθέασης και λόγο νέο-Νεάντερνταλ.

Ονειρεύομαι ΠΑΙΔΙΟΓΕΡΟΝΤΕΣ, με καρδιά παιδιού, που ώριμοι, γεραροί και όχι γερασμένοι, ζούνε τη ζωή και δεν αφήνουν τίποτα στον θάνατο, παρά μόνο τις στάχτες τους.  «Γέρων δε Έλλην ούκ έστιν. Νέοι εστέ τα ψυχάς πάντες.» (Πλάτων)

Ονειρεύομαι ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, που στέκονται, πάντα, γενναίοι και δυνατοί, μονάχοι μέσα στην «απέραντη ερημία του πλήθους», (Μ. Αναγνωστάκης). «Πάντα ύποπτοι για την ομάδα, σαν την αλήθεια» (Άρης Αλεξάνδρου). Ανθρώπους Προμηθείς, που βάζουν φωτιά στα ηλίθια αυτονόητα, χωρίς να λογαριάζουν την ποινή του εμπρηστή.

Ανθρώπους, που όχι μόνον δεν φθονούν τους βαθύπλουτους, μα τους απεχθάνονται, γιατί ξέρουν πως: «Ουδείς επλούτησε ταχέως δίκαιος ων», (Μένανδρος) και πως: «Ουκ έστι, μη αδικούντα, πλουτείν», (Ιωάννης ο Χρυσοστόμου).

Ανθρώπους, που για ανεκτίμητο θησαυρό έχουν τη δίκαιη καρδιά τους και τη μεγάλη τους ψυχή. «Εν δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ’ αρετή.». (Θεόγνις).

Ανθρώπους, που δεν είναι λιποτάκτες του πνεύματος και της αληθινής ζωής, για να επαιτούν μιαν άλλη ζωή, κάπου αλλού, στο αόρατο μέλλον. Που «μισούν όχι αυτούς που τους πήραν τον ουρανό, αλλά αυτούς που τους στέρησαν τη γη».

Ανθρώπους, που θαρραλέα και τίμια λένε: «δεν σε ξέρω, ποτέ δε σε είδα στη γειτονιά των ονείρων μου και απ’ την οδό των πόθων μου δεν πέρασες ποτέ.» «Όχι δεν πιάνω το χέρι σου. Θα κλέψεις το σχήμα του δικού μου» (Μ Αναγνωστάκης)

Ανθρώπους, που οδυσσεύουν (οδυσσεύω: περιπλανιέμαι στη θάλασσα σαν τον Οδυσσέα) στις θάλασσες της ζωής, με νήπιους συντρόφους, αντάμα. Δεν ξέρουν αν θα φτάσουν στην Ιθάκη τους. Όμως αυτήν έχουν μοναδικό, ιδανικό σκοπό. Είναι ρεαλιστές, πιστεύουν στο αδύνατο. Κι’ ας τους προδίδουν οι νήπιοι σύντροφοι, οπαδοί του κοπαδιού του μέσου όρου.

Ανθρώπους, που πολεμούν την αυθαιρεσία της εξουσίας και ξέρουν, πάντα αγενείς προς την εξουσία, πως η αυθαιρεσία της εξουσίας υπάρχει, όσο την αποδέχεσαι.

«Οι καλοί δεν νικήθηκαν, επειδή ήσαν καλοί, αλλά επειδή ήσαν ανήμποροι.» (Μπρεχτ)

«Θαρσείν χρη· … αύριον έσετ’ άμεινον: Θάρρος· το αύριο θα είναι καλύτερο» (Θεόκριτος)

Ονειρεύομαι

«…Κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει, είναι π’ ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη!» (Σαββόπουλος)

Τα σχόλια είναι κλειστά.