Ειδησεογραφικό site

Κώστας Σμοκοβίτης στο «Κ»: Λείπουν οι ηθικοί και ακέραιοι χαρακτήρες

935

Της Δέσποινας Καραγιαννοπούλου

«Είμαι ευτυχισμένος που χρόνια τώρα στο τραγούδι δεν αναλώθηκα με σκουπίδια. Δεν είμαι μηδενιστής, αλλά τα πάντα γύρω μου έχουν μια λάμψη εφήμερη» λέει στο «Καρφί» ο Κώστας Σμοκοβίτης. Ο τραγουδιστής που έχει ερμηνεύσει το τραγούδι-σύμβολο, το «Καλημέρα Ήλιε» («Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο») του Μάνου Λοΐζου, μας μίλησε για τα πρώτα του βήματα στο καλλιτεχνικό στερέωμα, τις συναντήσεις του με τα ιερά τέρατα της μουσικής, τους τραγουδιστές που σήμερα διακρίνει αλλά και τον πόλεμο που δέχεται η Ελλάδα!

Σπουδάσατε στην Ανωτέρα Σχολή Ηλεκτρονικών και για χρόνια ήσασταν διευθυντής στον ΟΤΕ. Όμως τελικά σας κέρδισε το τραγούδι. Τι πραγματικά συνέβαλε σε αυτό;

Κατ’ αρχήν ένα δώρο που πήρα σε ηλικία 3 ετών και ήταν μια φυσαρμόνικα πίκολο, την οποία έμαθα να παίζω χωρίς κανείς να με διδάξει. Ωστόσο, πραγματικά τώρα πια πιστεύω ότι ο άνθρωπος που αντέδρασε περισσότερο στην απόφασή μου να ασχοληθώ με το τραγούδι, που ήταν η μητέρα μου εκπαιδευτικός στο επάγγελμα ήταν και αυτή που με ώθησε προς αυτήν την κατεύθυνση. Από αυτήν είχα τα πρώτα μου ακούσματα, αλλά και από τα λαϊκά πανηγύρια του τόπου καταγωγής μου, τη Λαμία.

Έφηβος, ποιους τραγουδιστές αντιγράφατε;

Γυμνασιόπαιδο ακόμα άκουγα τα τραγούδια του Ξαρχάκου, του Κουγιουμτζή, του Σπανού. Έκανα το χέρι μου χωνί για να ακούω τη φωνή μου κι άρχισε να μου αρέσει. Άρχισα να τραγουδάω και στις παρέες μου και έβλεπα ότι άρεσα! Βέβαια, όταν το έμαθαν αυτό οι γονείς μου, μου έκαναν πόλεμο μέσα στο σπίτι, μη τυχόν και γίνω τραγουδιστής!

Πότε αποφασίζετε να εκθέσετε τον εαυτό σας στον πολύ κόσμο ως τραγουδιστής;

Ήμουν πλέον στην Ανωτέρα Σχολή Ηλεκτρονικών και την εποχή αυτή γινόταν ένας Διαγωνισμός Τραγουδιού στο πλαίσιο της Πανελλήνιας Έκθεσης Λαμίας. Οπότε οι φίλοι μου μου έκαναν πλάκα και έδωσαν το όνομά μου στους συμμετέχοντες, χωρίς εγώ να ξέρω τίποτα! Μαέστρος, υπεύθυνος του διαγωνισμού, ήταν ο συνθέτης Χρήστος Μουραμπάς, που ’χε γράψει μουσική σε πολλές ελληνικές ταινίες και παρουσιαστής ο Κώστας Βενετσάνος. Κάποια στιγμή, προς το τέλος, φωνάζουν τ’ όνομά μου! Εγώ τα ’χασα! Αφού ο Βενετσάνος φώναξε δυο τρεις φορές τ’ όνομά μου κι εγώ δεν πήγαινα, είπε: Καλά, τόσο βεντέτος είναι αυτός ο Σμοκοβίτης και δεν έρχεται να τραγουδήσει; Μόλις το άκουσα αυτό, πείσμωσα, δεν υπολόγισα τίποτα και πήγα! Τραγούδησα το «Μη χτυπάς» του Κηλαηδόνη, που ’χει πει ο Μητσιάς. Παίρνω το πρώτο βραβείο και ο Κώστας Βενετσάνος και ο Χρήστος Μουραμπάς μού προτείνουν να συμμετάσχω σε μια ακρόαση στην Αθήνα στα στούντιο της Κολούμπια για λογαριασμό της «Μίνος» και τότε υπογράφω το πρώτο μου συμβόλαιο.

Με τον Λοΐζο πότε γνωριστήκατε;

Έχω ήδη υπογράψει συμβόλαιο με τη «Μίνος» και με στέλνουν στον Λοΐζο να με ακούσει. Πήγα στο σπίτι του στον Χολαργό και, αφού με άκουσε στο τραγούδι «Στην απάνω γειτονίτσα» («Η γοργόνα»), μου έδωσε μια μπομπίνα και μου είπε: Πάρε αυτά τα τραγούδια και να τα φυλάξεις καλύτερα κι απ’ τα δυο σου μάτια!

Μέσα σε αυτά τα τραγούδια ήταν και το «Καλημέρα, Ήλιε»;

Όχι, δεν ήταν. Μέρες μετά που έχω πάρει την μπομπίνα μου ζητά ο Μάνος να κατέβω στο στούντιο. Ο Μάνος καθόταν στο πιάνο και μου είπε: Έλα δίπλα μου και προσπάθησε να μάθεις γρήγορα το τραγούδι που θα σου παίξω. Μοίρασε παρτιτούρες στους μουσικούς και το άκουσα δυο τρεις φορές με οδηγό τη φωνή του. Μόλις τέλειωσαν και φύγανε οι μουσικοί, γράψαμε τη φωνή κατευθείαν, η ερμηνεία αυτή που υπάρχει στο δίσκο, είναι αυτή, όπως το έμαθα το τραγούδι μέσα στο στούντιο! Ο δίσκος βγήκε, ανεπίσημα, το Δεκέμβρη του ’73, πάνω στα επεισόδια του Πολυτεχνείου και, επίσημα, τον Γενάρη του ’74.

Η συνεργασία σας με τον Μίκη Θεοδωράκη πότε προέκυψε;

Λίγο μετά. Όταν ήρθε ο Μίκης από το Παρίσι, συμμετείχα σε δυο έργα του. Το ένα ήταν ο «Προδομένος λαός – Μαντώ Μαυρογένους», σε στίχους του Βαγγέλη Γκούφα, μαζί με τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τους αείμνηστους Μάνο Κατράκη και Αλίκη Βουγιουκλάκη, το οποίο και δισκογραφήθηκε. Το άλλο, που δεν κυκλοφόρησε σε δίσκο, ήταν το έργο «Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή», σε στίχους του Νότη Περγιάλη, που ανέβηκε στο θέατρο «Κάβα» στην οδό Σταδίου, απ’ τον θίασο του Νίκου Χατζίσκου και της Τιτίκας Νικηφοράκη.

Υπάρχει κάποια συνεργασία που θεωρείτε μοναδική, ξεχωριστή;

Όλες μου οι συνεργασίες ήταν ξεχωριστές, μοναδικές. Όλες ήταν κομμάτια ενός παζλ. Αν έλειπε κάποιο κομμάτι, τότε το παζλ θα ήταν και μισό. Οπότε δεν θα έλεγα ότι κάποια συνεργασία έχει ξεχωριστή θέση στην ψυχή μου.

Έχετε μεράκια;

Δύο. Τα ηλεκτρονικά και το τραγούδι. Γι’ αυτό και για 30 χρόνια περίπου δούλευα παράλληλα στον ΟΤΕ το πρωί και στο τραγούδι το βράδυ.

Με τις «φωνές» του σήμερα πώς τα πηγαίνετε;

Καθόλου καλά. Δεν είμαι μηδενιστής, όμως τα πάντα είναι εφήμερα και λείπουν οι ακέραιοι ηθικοί χαρακτήρες. Πράγματα που στη δική μου εποχή δεν υπήρχαν. Υπήρχαν άλλα ιδανικά και όλοι παλεύαμε για έναν σκοπό, για τη δημοκρατία.

Όλοι οι παλιοί έχουμε κτίσει την καριέρα μας χαλίκι χαλίκι. Σήμερα μπορεί κάποιος να γίνει τραγουδιστής μέσα σε μία μέρα και σε μία μέρα να χαθεί. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν ξεχωρίζω κάποιες φωνές. Υπάρχουν φωνές που μιλούν πραγματικά στην ψυχή μου, όπως ο Στάθης Αγγελόπουλος, ο Μπάσης, ο Μακεδόνας, ο Καραφώτης και από γυναίκες η Γιώτα Νέγκα. Έχουν καλά κουρδισμένες φωνές.

Πάντως πρέπει κάποιοι να καταλάβουν ότι φορώντας μία προβιά και ανεβαίνοντας σε ένα αρχαίο θέατρο δεν γίνονται αυτόματα και φορείς πολιτισμού, τουτέστιν καλλιτέχνες!

Αισιοδοξείτε για το μέλλον της Ελλάδος;

Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και πάντα τολμώ, όπως το καθαρόαιμο κριάρι. Όμως ομολογώ ότι τα τελευταία χρόνια τα όσα συμβαίνουν στη χώρα μου σε συνδυασμό με τον «ακήρυχτο» πόλεμο που δέχεται με έχουν κλονίσει. Βλέπουμε το δέντρο και έχουμε χάσει το δάσος. Λίγοι έχουν καταλάβει ότι ο πόλεμος που δέχεται σήμερα η Ελλάδα είναι από πολλές πλευρές και ο στόχος είναι να της καταστρέψουν όχι μόνο την οικονομία, αλλά τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τη δημοκρατία. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι τη χώρα μου ξέφραγο αμπέλι και πιστεύω ότι κάτι ανάλογο θεωρεί όλος ο ελληνικός λαός.

Τα σχόλια είναι κλειστά.