Ειδησεογραφικό site

Πρόεδρος της γερμανικής Βουλής: Η Ευρώπη χρωστά πολλά στην Ελλάδα, αλλά και η Ελλάδα σε μας

54

«Η Ευρώπη χρωστά πολλά στην Ελλάδα, αλλά και η Ελλάδα επωφελήθηκε από την αλληλεγγύη και τη στήριξη των εταίρων της», τονίζει ο πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου της Γερμανίας, Νόρμπερτ Λάμερτ και υποστηρίζει ότι η διαδικασία προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας δεν θα μπορούσε να γίνει με κοινωνικά λιγότερο επώδυνο τρόπο.

«Η Ευρώπη χρωστά πολλά στην Ελλάδα. Η Ευρώπη δεν θα ήταν αυτό που είναι, χωρίς τη μεγάλη συμβολή της Ελλάδας στην ιστορία και τον πολιτισμό της γηραιάς ηπείρου. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα επωφελήθηκε από την αλληλεγγύη και τη στήριξη των εταίρων της» δηλώνει ο κ. Λάμερτ σε συνέντευξή του στο Ελληνικό Πρόγραμμα της Deutsche Welle και προσθέτει πως «φάνηκε ότι στην Ένωση δεν υπάρχουν εξαρτήσεις ή μονομερείς αρμοδιότητες, αλλά ότι τα πάντα γίνονται αντικείμενο διαπραγματεύσεων και συμφωνιών και ότι χρειάζεται πάντα η έγκριση των κοινοβουλίων».

Σημειώνει ωστόσο ότι «στη συνέχεια όλοι οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να έχουν τη βεβαιότητα ότι οι συμφωνίες θα εφαρμοστούν».

Απαντώντας σε ερώτηση, «εάν μπορεί να κατανοήσει όλους εκείνους στην Ελλάδα και στις χώρες των προγραμμάτων λιτότητας, οι οποίοι, θεωρώντας ότι η φωνή τους δεν πρόκειται να εισακουστεί -εφόσον η Άγγελα Μέρκελ αποφασίζει τελικά για όλα, όπως πιστεύουν- δεν πρόκειται να ψηφίσουν» ο πρόεδρος της Μπούντεσταγκ υπενθυμίζει ότι όλες οι αποφάσεις για τα προγράμματα διάσωσης έχουν εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια.

«Φυσικά μπορεί κανείς να κατανοήσει σχεδόν όλες τις ευαισθησίες και τις έγνοιες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και σωστές. Ξέρετε, η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες αντιμετωπίζεται μόνο περιορισμένα σε επίπεδο ευρωπαϊκών συνθηκών. Τα προγράμματα βοήθειας δεν προβλέπονται από τις συνθήκες.

Βρεθήκαμε ενώπιον μιας εντελώς ασυνήθιστης κατάστασης τα προγράμματα αυτά να μην προβλέπονται ρητά από τις συνθήκες, με συνέπεια να μην υπάρχει καμιά αξίωση υποστήριξης.

Παρόλα αυτά, τα κράτη-μέλη, για ευνόητους λόγους, συμφώνησαν με τη θέλησή τους και μόνο να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την υιοθέτηση τέτοιων προγραμμάτων, που προϋποθέτουν τη σύναψη ιδιαίτερων συμφωνιών για την υλοποίησή τους, από τη μια πλευρά των δύο κοινοβουλίων, του ελληνικού και του γερμανικού και από την άλλη των δύο κυβερνήσεων.

Κανένα από τα προγράμματα δεν έγινε χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Βουλής των Ελλήνων και της Μπούντεσταγκ» υπογραμμίζει.

Αναφερόμενος στα πολύ υψηλά ποσοστά νεανικής ανεργίας στην Ελλάδα και στο κίνητρο που θα μπορούσε να οδηγήσει τους νέους στην κάλπη των ευρωεκλογών, ο κ. Λάμερτ αποδίδει την ανεργία στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και απορρίπτει την υπόθεση ότι αποτελεί συνέπεια της δημοσιονομικής κρίσης.

«Έχουμε παραδοσιακά μεγάλα ποσοστά νεανικής ανεργίας στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου σε σχέση για παράδειγμα με τη Γερμανία, όπου επίσης παραδοσιακά πριν και μετά την ευρωκρίση το ποσοστό της νεανικής ανεργίας είναι συγκριτικά μικρότερο από τον μέσο όρο των εθνικών οικονομιών» δηλώνει και προσθέτει ότι οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν στο σύστημα εκπαίδευσης και στην ανταγωνιστικότητα. «Γι’ αυτό, όσο δύσκολη και να είναι η διαδικασία προσαρμογής, το ελληνικό κοινοβούλιο γνωρίζει πολύ καλά γιατί ενέκρινε αυτά τα προγράμματα. Διότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που να οδηγεί στην αναγκαία ενίσχυση και βελτίωση της απόδοσης της οικονομίας, ώστε να εξασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητά της» αναφέρει.

Ο Νόρμπερτ Λάμερτ δεν συμφωνεί, τέλος, ότι η διαδικασία προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να γίνει με έναν κοινωνικά λιγότερο επώδυνο τρόπο. «Αυτός είναι ένας πιο κατανοητός, αλλά όχι ο πιο πολλά υποσχόμενος τρόπος, ο οποίος οδηγεί μάλλον στην παράταση, παρά στην επίλυση του προβλήματος.

Διότι η προσπάθεια έγινε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες για πολλά χρόνια, οδήγησε όμως στη συνεχή αύξηση του δημόσιου χρέους και όχι στην επίλυση του προβλήματος. Τελικά η χώρα έφτασε σε μια κατάσταση που δεν μπορούσε με τις δικές της δυνάμεις να τα βγάλει πέρα. Από την άλλη πλευρά, κανείς δεν μπορεί να περιμένει από τρίτους να συμμετέχουν στη διαιώνιση του προβλήματος. Η μοναδική λύση είναι οι κοινές προσπάθειες υπέρβασης του αδιεξόδου. Αυτό τον δρόμο πήραν τα τελευταία 2-3 χρόνια όλοι οι εμπλεκόμενοι και οδήγησε σε σημαντικά αποτελέσματα, όπως παρατηρούμε με μεγάλο σεβασμό» καταλήγει ο πρόεδρος της Μπούντεσταγκ.

Τα σχόλια είναι κλειστά.