Ειδησεογραφικό site

Είμαστε οι «ζωντανοί νεκροί» του Αττίλα

439

Tης Πέννυς Κροντηρά

spanogiannis«Οι Τούρκοι δεν έκαναν απόβαση αλλά αποβίβαση! Το πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών κατά του Μακαρίου και η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, ήταν μία καθαρή προδοσία» καταγγέλλει στο «Καρφί» ο πρόεδρος του συλλόγου της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου 1974 Δημήτρης Σπανογιάννης, που το 1974, κατά τον Αττίλα 1 και 2, υπηρέτησε ως λοχίας της ΕΛΔΥΚ.

Ο υπαξιωματικός Σπανογιάννης, τώρα συνταξιούχος, που δούλεψε στο εμπορικό ναυτικό ως ανθυποπλοίαρχος, μετά ναυλομεσίτης και υπεύθυνος αποθήκης στο αεροδρόμιο, θυμάται: «Τότε ήμουν 22 ετών και αφού υπηρέτησα ένα χρόνο στην Ελλάδα, έπρεπε να μεταβώ στην Κύπρο για το υπόλοιπο της θητείας μου, λόγω της ειδικότητάς μου ως λοχίας-σιτιστής. Τον Ιούλιο του 1973 πήγα στην Κύπρο, όπου κατατάγηκα στο 2ο Τάγμα της ΕΛΔΥΚ, ως επιλοχίας του Λόχου Διοικήσεως του Β’ Τάγματος. Αρχές, με μέσα Ιουνίου, του 1974 (περίπου ένα μήνα πριν φύγει η σειρά μου για Ελλάδα για να απολυθεί) παρέδωσα τα καθήκοντά μου ως επιλοχίας και μετατέθηκα στον 4ο λόχο ως ομαδάρχης της 1ης ομάδας, της 1ης διμοιρίας. Η ΕΛΔΥΚ τότε αριθμούσε 850 περίπου άτομα. Η κατάσταση στην Κύπρο ήταν συγκεχυμένη, λόγω της πολιτικής ρήξης του Γρίβα με τον Μακάριο. Ειδικά, από τις αρχές του 1974, κατέβαιναν τα βράδια στην πόλη οι αντάρτες του Γρίβα και έβαζαν βόμβες στα αστυνομικά τμήματα».

Η ΑΟΠΛΗ ΑΠΟΒΑΣΗ

Τα γεγονότα πρόλαβαν την απόλυση του κ. Σπανογιάννη από την Κύπρο: «Η δική μου σειρά, η 103 (72 Γ’ ΕΣΣΟ), ήταν να απολυθούμε στις 15 Ιουλίου, αλλά έγινε το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, οπότε φύγαμε στις 19 Ιουλίου. Η διμοιρία μου δεν συμμετείχε στο πραξικόπημα, καθώς είχε σταλεί σε ένα χωριό, στο Μάμαρι, έξω από τη Λευκωσία, όπου φύλαγε τις αποθήκες των πυρομαχικών. Η εκτέλεση του πραξικοπήματος έγινε από τους Έλληνες αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς και από τους καταδρομείς της Κύπρου».

Οι προσδοκίες της σειράς του κ. Σπανογιάννη διαψεύστηκαν. «Στις 19 Ιουλίου το πρωί, ήρθε με αρματαγωγό η νέα σειρά κι εμείς, στις 18:30, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, φύγαμε με το αρματαγωγό “Λέσβος” για την Ελλάδα. Μάλιστα, οι Τούρκοι πίεζαν τους ΟΗΕδες να φύγει το καράβι πριν το σούρουπο, για να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους, όπως απεδείχθη. Εμείς μέσα στο καράβι κάναμε όνειρα ότι θα πάμε στην Ελλάδα και συζητούσαμε τι θα κάνουμε στη ζωή μας, αφού θα απολυόμασταν. Την άλλη μέρα το πρωί, στις 20 Ιουλίου (05.50), οι Τούρκοι επιτέθηκαν στην Κύπρο, βομβαρδίζοντας με βόμβες 850 λιβρών το Διοικητήριο, τον λόχο Βαρέων Όπλων και τον θάλαμο επιχειρήσεων της ΕΛΔΥΚ. Ακόμα, έριξαν αλεξιπτωτιστές με αεροπλάνα και ελικόπτερα, ξεκινώντας έτσι την πρώτη φάση του Αττίλα. Όταν το μάθαμε, εν μέσω του πελάγους(από το ραδιόφωνο του ΡΙΚ), οι φαντάροι κάναμε μία επιτροπή και πηγαίνοντας στη γέφυρα του πλοίου, απαιτήσαμε, από τον πλοίαρχο και τους Αξιωματικούς του Γενικού Επιτελείου Στρατού, να πάμε πίσω στην Κύπρο για να πολεμήσουμε δίπλα στα αδέλφια μας. Αφού διαβουλεύτηκαν με τα επιτελεία τους, αποφασίστηκε να γυρίσουμε και να κάνουμε απόβαση στην Πάφο. Αυτό έγινε στις 10 το πρωί και στις 12:30 περίπου, κάναμε απόβαση στην Πάφο. Ήμασταν όμως άοπλοι. Οι κάτοικοι της Πάφου μόλις μας είδαν πανηγύριζαν, μας δίνανε φαγητά, τσιγάρα κ.λπ. Θεωρώντας ότι ερχόταν στρατός για βοήθεια από Ελλάδα!».

Η ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ

Το αρματαγωγό Λέσβος επέφερε απώλειες στην τούρκική πλευρά: «Παράλληλα, από επιτελείς του στρατού που έδρευαν στην Πάφο, ζητήθηκε από τον πλοίαρχο του “Λέσβος” να χτυπήσει τον τουρκοκυπριακό θύλακα που είχε οχυρωθεί στο κάστρο Μούταλο και αντιστεκόταν. Με αρκετούς κανονιοβολισμούς του παραδόθηκαν. Μετά, ο πλοίαρχος (Χανδρινός) του “Λέσβος” για να τους μπερδέψει, έφυγε νότια προς την Αφρική και η τούρκικη αεροπορία χτύπησε τα δικά της αντιτορπιλικά, το “Κοτσάτεμπε” και το “Κότσακ” (θεωρώντας ότι είναι ελληνικά και σήκωσαν τούρκικη σημαία για παραπλάνηση). Εμάς, το απόγευμα προς σούρουπο, μας παρέλαβαν επιταγμένα λεωφορεία και φορτηγά και μας μετέφεραν στη Λευκωσία, στο αρχηγείο της ΕΛΔΥΚ. Όλη νύχτα ταξιδεύαμε και τα ξημερώματα, φτάνοντας κοντά στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητα για να μην μας βομβαρδίσει η τούρκικη αεροπορία και ακροβολισμένοι φτάσαμε στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ».

Κανείς δεν περίμενε την επιστροφή της σειράς του λοχία Σπανογιάννη: «Το πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε, ήταν ότι, επειδή ήμασταν μία σειρά επιπλέον, δεν υπήρχαν όπλα ούτε καν κράνη. Κάποιοι, όμως, από τους παλιούς σιτιστές γνωρίζαμε ότι υπήρχε αποθήκη με όπλα της Εθνικής Φρουράς και αφού σπάσαμε τα λουκέτα, βρήκαμε τα βέλγικα FN. Βέβαια, αντί για κράνη πολεμούσαμε με τα τζόκεϊ. Χρειάστηκε να κάνουμε δοκιμαστικές βολές, για να μπορέσουμε να τα μάθουμε και να τα χειριστούμε. Εγώ με τον λόχο μου (4ος) έμεινα σε όλη τη διάρκεια των μαχών της πρώτης φάσης στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή».

ΜΑΧΕΣ ΣΩΜΑ ΜΕ ΣΩΜΑ

Μέχρι τις 22 Ιουλίου, στις 16:00, που έγινε η εκεχειρία στην Κύπρο, γινόταν κανονική μάχη: «Οι Τούρκοι ερχόντουσαν ακροβολισμένοι για επίθεση και έφτασαν στα 150 μέτρα, αλλά η διοίκηση δεν μας άφηνε να εμπλακούμε, γιατί υπήρχε εκεχειρία. Πλησίαζαν, βόρεια του στρατοπέδου προς τον Προμαχώνα, έφταναν πάνω στα δικά μας ορύγματα και γίνονταν μάχες σώμα με σώμα με τις ξιφολόγχες. Κοβόντουσαν λαρύγγια! Αντιληφθήκαμε, μάλιστα, από το δυτικό μέτωπο μία καταδρομική τους ενέργεια για να μας κυκλώσουν, αλλά μέσα από το στρατόπεδο τους κάνανε αναγνώριση. Τότε αυτοί απάντησαν στα ελληνικά και ο στρατιώτης φώναξε τον λοχαγό του για να τους ξανακάνει αναγνώριση αλλά αυτοί και πάλι απάντησαν “έλα ρε μ…κα Ελδυκάριοι είμαστε”, όμως αυτός κατάλαβε ότι ήταν Τούρκοι και τους απάντησε: «Αν προχωρήσετε, θα σας βαρέσουμε», όπως και έγινε. Από το σούρουπο, λοιπόν, μέχρι τις 02.30 τα ξημερώματα, έγινε η μεγαλύτερη μάχη της 1ης φάσης, οπότε και τους σακατέψαμε. Εμείς είχαμε σχεδόν μηδενικές απώλειες. Μόνο έτσι αναγκάστηκαν και σεβάστηκαν την εκεχειρία».

Στη διάρκεια της εκεχειρίας, από τις 23 Ιουλίου μέχρι τις 14 Αυγούστου, που ξεκίνησε η δεύτερη φάση του Αττίλα, στην ΕΛΔΥΚ έμειναν μόνο τρεις λόχοι (4ος , 2ος , Λ.Δ Συντ/ος), δηλαδή περίπου 300-350 άτομα.

ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ ΠΥΡ

«Η υπόλοιπη δύναμη της ΕΛΔΥΚ αποχώρησε προς άλλες κατευθύνσεις, δίχως εμάς που παραμείναμε στο στρατόπεδο, χωρίς να έχουμε καμία επαφή. Το βράδυ βγαίναμε προωθημένα φυλάκια στις γραμμές των Τούρκων, παρακολουθώντας τις κινήσεις τους. Η εκπαίδευση που είχαμε λάβει, όλο αυτό το διάστημα, ήταν αυτό που μας κράτησε ζωντανούς μέσα στα χωμάτινα ορύγματα, μόνο με τσιγάρα και νερό. Όταν δεν επιτεύχθηκε η συμφωνία στη Γενεύη, στις 14 Αυγούστου τα ξημερώματα, οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Ολόκληρο το 50ο Σύνταγμα, ενισχυμένο με δύο τάγματα και 48 άρματα μάχης, τηλεκατευθυνόμενα βλήματα κόμπρα, όλμους, πυροβολικό, αεροπορία και ό,τι άλλο σύγχρονο οπλισμό διέθεταν! Ευτυχώς, εμείς όλο το διάστημα της εκεχειρίας καταφέραμε και ανοίξαμε τα ορύγματά μας με τις ξιφολόγχες και τα εξωτερικά κράνη και τα σκεπάσαμε με κορμούς ευκαλύπτων, που διέθετε το στρατόπεδο, ρίχνοντας από πάνω χώμα. Αυτό μας έδινε κάλυψη από τα όπλα καμπύλης τροχιάς και ιδιαίτερα από τους όλμους. Η τακτική τους ήταν να βομβαρδίζουν 2-3 ώρες πριν το ύψωμα του στρατοπέδου και μετά ακολουθούσε το πεζικό τους, νομίζοντας ότι έχουμε φύγει ή σκοτωθεί όλοι. Εμείς τότε βγαίναμε από τα ορύγματα με τα πολυβόλα “Μπράουνινγκ” που είχαμε και τους θερίζαμε με φονικό πυρ».

ΟΤΑΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑΜΕ ΠΩΣ ΠΟΛΕΜΑΜΕ ΜΕ ΤΟ ΝΑΤΟ

Ο ΕΛΔΥΚάριος Δημήτρης Σπανογιάννης συνεχίζει, περιγράφοντας την πρώτη μέρα «που οι Τούρκοι βρέθηκαν γύρω στις πέντε φορές σε απόσταση αναπνοής και δεν πήραν ούτε χιλιοστό»: «Οι Τούρκοι όλο το βράδυ μαζεύανε πτώματα! Στις 15 Αυγούστου, μέχρι τις 11 το πρωί, δεν είχαν κάνει καμία κίνηση κι εμείς θεωρούσαμε ότι δεν μας χτυπούν λόγω της εορτής της Παναγίας ή ότι έγινε εκεχειρία. Δυστυχώς, διαψευστήκαμε και στις 11 άρχισε πάλι η αεροπορία και όλα τα βαρέα όπλα τους να μας βομβαρδίζουν ασταμάτητα. Μάλιστα, είχαμε μία πληροφορία ότι θα έρθουν αεροπλάνα από την Ελλάδα, να μας βοηθήσουν και να τους βομβαρδίσουν. Παράλληλα, υπεκλάπη η πληροφορία από την εγγλέζικη βάση του Ακρωτηρίου. Κάποια στιγμή, όταν είδαμε να έρχονται δύο υπερηχητικά αεροπλάνα να ρίχνουν μία φωτοβολίδα και να βαράνε βόρεια προς τους Τούρκους, αρχίσαμε και πανηγυρίζαμε! Δεν γνωρίζαμε ότι εκεί χτυπούσαν τις δικές μας δυνάμεις (6ος λόχος στη Βασίλεια και ο 1ος λόχος στη Λάπηθο-Καρραβά).

Τελικά, τα αεροσκάφη ήταν εγγλέζικα πολεμικά με τούρκικα διακριτικά και μάλιστα επιστρέφοντας στη βάση Ακρωτηρίου, περνώντας πάνω από την περιοχή της Αθαλλάσας, όπου έδρευε το πυροβολικό μας, χτυπήθηκαν από τα αντιαεροπορικά μας. Ο ένας εκ των δύο πιλότων χρησιμοποίησε το σύστημα του αυτόματου πιλότου. Έτσι συνελήφθη (ήταν έγχρωμος Εγγλέζος) και μετά από έντονες πιέσεις προς τον τότε Πρόεδρο Κληρίδη από τον Ύπατο Αρμοστή της βάσης Ακρωτηρίου, παρεδόθη, αφού προηγουμένως παραδέχτηκε ότι τα δύο υπερηχητικά ήταν εγγλέζικα! Στην ουσία, τότε, η Κύπρος και η Ελλάδα δεν πολεμούσαν με την Τουρκία αλλά με το ΝΑΤΟ! Εν συνεχεία, στις 17:00 περίπου, το ίδιο απόγευμα, εμφανίστηκε πάνω από τα ορύγματά μας ένα ελικόπτερο των Ηνωμένων Εθνών (UN), το οποίο ακινητοποιήθηκε για μισή ώρα και έκανα κίνηση να του ρίξω με το πολυβόλο, όμως ο λοχαγός μου με σταμάτησε, αφού ήταν τα ΗΕ (μάλιστα είδε με τα κιάλια ότι ήταν Εγγλέζοι, οι οποίοι δεν μας χώνευαν με τίποτα). Μόνο οι Καναδοί ΟΗΕδες ήταν φιλικά διακείμενοι προς εμάς».

Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΖΗΣΑΜΕ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

«Στις 16 Αυγούστου, το πρωί, αντιληφθήκαμε τον ρόλο που είχε διαδραματίσει την προηγούμενη μέρα η παραμονή του ελικοπτέρου πάνω από τα ορύγματά μας», δηλώνει ο κ. Σπανογιάννης: «Το ελικόπτερο είχε καταγράψει τις θέσεις μας και παρέδωσε αυτά τα στοιχεία στην τουρκική πλευρά. Έτσι, όλα τα βλήματα καμπύλης τροχιάς, ξαφνικά, άρχισαν να πέφτουν δίπλα ή πάνω στα ορύγματά μας. Παράλληλα, στις 11.00, το πυροβολικό μας σταμάτησε να μας υποστηρίζει με ανασχετικές βολές, γιατί ξέμεινε από βλήματα, είπαν! Η μέρα εκείνη ήταν της κολάσεως! Ξεκίνησε μάχη σώμα με σώμα και σώμα με άρμα. Άρχισαν να μας κυκλώνουνε τα τουρκικά άρματα και, κατά τις 13:30 το μεσημέρι, εκτιμήθηκε από τους αξιωματικούς μας ότι η ΕΛΔΥΚ υπερκεράστηκε κι έτσι εδόθη εντολή για οπισθοχώρηση. Οπισθοχώρηση, όμως, μέρα μεσημέρι και σε ήπιο έδαφος ήταν ένα έγκλημα. Τότε δεχτήκαμε τις μεγάλες μας απώλειες.

Είχαν πέσει τόνοι σίδερο και η ζεστή ατμόσφαιρα ανακατευόταν με το χώμα, κάνοντας αποπνικτικό το τοπίο. Ο λαιμός μας έκαιγε και δεν μπορούσαμε ούτε να ανασάνουμε. Όσοι καταφέραμε και φύγαμε προς τα πίσω, ήμασταν τυχεροί. Όλη η ΕΛΔΥΚ είχε περικυκλωθεί και είχε μείνει μόνο ένα κομμάτι της κεντρικής πύλης για να φύγουμε. Μετά τις 16:00, μία διμοιρία του λόχου μας δεν κατάφερε να βγει έξω από το στρατόπεδο, διότι οι Τούρκοι έβαλαν στην κεντρική πύλη άρμα. Όποιος είχε άγιο, τη βοήθεια της Παναγίας και δυνάμεις για κίνηση, γλύτωσε! Εκείνη τη μέρα είδα κι έζησα τραγικές σκηνές. Εγώ περίμενα μία σφαίρα για να εξιλεωθώ. Ήταν σαν να ξεκίνησε από εκεί και πάλι η ζωή μας! Αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς το νότιο βουνό Τρόοδος. Επειδή εγώ ήξερα τη διαδρομή ως επιλοχίας που ήμουν και έκανα με τους Αξιωματικούς, κάθε Σάββατο πριν τον πόλεμο, αναγνώριση εδάφους, εν καιρώ πολέμου, μάζεψα όσους συμπολεμιστές ερχόντουσαν και τους οδήγησα προς τους αμπελώνες της μακεδονίτισσας, εκεί όπου σήμερα είναι ο Τύμβος. Την επόμενη μέρα, στις 17 Αυγούστου, έστειλαν τον λόχο μου στα Κάτω Δευτερά, ένα χωριό έξω από τη Λευκωσία, σαν προωθημένο φυλάκιο για ένα μήνα. Έπειτα πήγαμε πίσω από το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, στην περιοχή της Κοκκινοτριμυθιάς, όπου ξανά σκάβαμε οχυρωματικά έργα και ορύγματα ως τις 26 Νοεμβρίου, οπότε έφυγα για την Ελλάδα. Εμείς, όμως, πλέον είχαμε γίνει «άγριοι».

Ο κ. Σπανογιάννης καταλήγει: «Πολεμήσαμε για την τιμή και τη δόξα της πατρίδας και της Κύπρου, πράττοντας το καθήκον μας στο ακέραιο, αφήνοντας παρακαταθήκη 105 πεσόντες και αγνοούμενους! Πολλοί σήμερα είναι στα αζήτητα «ζωντανοί νεκροί».

Τα σχόλια είναι κλειστά.