Ειδησεογραφικό site

Δημήτρης Παπαδημητρίου στο «Κ»: Πεμπτουσία του χρόνου η μουσική

67

Της Δέσποινας Καραγιαννοπούλου

«Οι σπουδές που δεν απαντούν προαιώνιες και προϋπάρχουσες μέσα μας αμείλικτες ερωτήσεις (εκεί είναι το γονίδιο), είναι απολύτως άχρηστες» λέει στο «Καρφί» ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.

Με σπουδαίες συνθέσεις στο ενεργητικό του για θεατρικά έργα, για μεγάλου μήκους ταινίες, για σίριαλ, δύο σονάτες, έργα για πιάνο κ.λπ. ο Δημήτρης Παπαδημητρίου ετοιμάζεται να εκδώσει τραγούδια με τον Γιώργο Φλωράκη, σε ποίηση Διονύση Καψάλη: τις «Παραλλαγές σε μιάν ακτίνα» του Ελύτη και το Πάσχα τις «Μέρες Επιταφίου» του Νίκου Γκάτσου, με τον Μανώλη Μητσιά. Γιατί, όπως λέει και συνάμα συμβουλεύει τους νέους που θέλουν να ασχοληθούν με τη σύνθεση, «δεν περιμένεις την οικονομική ανάπτυξη, απλά γράφεις. Ζεις για να γράφεις και όχι το ανάποδο. Αυτό απλά δεν υπάρχει». Μεταξύ άλλων, μας μίλησε για το κριτήριο με τα οποίο επιλέγει τις μόνιμες συνεργασίες του, για τα σύνορα της τέχνης, αλλά και το απωθημένο του που, όπως λέει, έφτασε η ώρα να κάνει πράξη!

Η μουσική είναι απόρροια βιωμάτων;

Όλα είναι βιώματα είτε τα ζούμε είτε τα φανταζόμαστε ή μας λείπουν. Η μουσική είναι για τον συνθέτη η γλώσσα καταγραφής του αποτυπώματος της ζωής πάνω στο σεντόνι του χρόνου. Η καταγραφή αυτή γίνεται με την αποκλειστική χρήση ενός φυσικού φαινομένου, που προκύπτει από μεταβολές της κινητικής κατάστασης και της μορφής των φυσικών σωμάτων, τον ήχο. Η ζωή είναι μεταβολές. Όλα αλλάζουν συνέχεια και αυτή η μεταβολή, χωρίς το ίδιο το μεταβαλλόμενο σώμα, είναι η μουσική. Η πεμπτουσία του χρόνου.

Το πέρασμά σας από τη Νομική ολοκληρώθηκε ή έμεινε στη μέση προς χάριν της μουσικής;

Έμεινε μετέωρο λίγο πριν το τέλος. Πρός χάριν ίσως της Νομικής περισσότερο.

Πόσους δίσκους έχετε κυκλοφορήσει έως σήμερα και ποια είναι τα επόμενα βήματά σας;

Είναι λίγοι σε σχέση με τα ολοκληρωμένα έργα μου, γιατί μάλλον συγχέετε τα δύο έργα-δίσκους. Είναι κάπου είκοσι οι δίσκοι που εξέδωσα. Είναι κάπου 35 τα θεατρικά έργα στα οποία συνέθεσα τη μουσική και 30 οι μεγάλου μήκους ταινίες, έντεκα ή δώδεκα τα σίριαλ, δέκα περίπου τα συμφωνικά μου έργα, μία όπερα, δύο σονάτες, έργα γιά πιάνο, κιθάρα μικρά σύνολα κ.λπ. Τώρα θα εκδώσω τραγούδια με τον Γιώργο Φλωράκη, σε ποίηση Διονύση Καψάλη, τις «Παραλλαγές σε μιάν ακτίνα» του Ελύτη και τέλος το Πάσχα τις «Μέρες Επιταφίου» του Νίκου Γκάτσου με τον Μανώλη Μητσιά.

Πότε λέτε ότι αξίζει να ασχοληθείτε με μία φωνή; Τι πρέπει να συγκεντρώνει αυτή; Υπάρχουν φωνές που «έφυγαν» και δεν θα τις «ξανασυναντήσουμε»;

Υπάρχουν δύο ειδών συνεργασίες, οι μόνιμες και οι ευκαιριακές. Οι ευκαιριακές φωνές πρέπει απλά να τραγουδούν σωστά το μουσικό κείμενο και να έχουν χαρακτήρα. Δύσκολο αυτό! Αν όμως ισχύει, για κάθε τέτοια φωνή υπάρχει πάντα, κάποτε ρεπερτόριο κατάλληλο. Είναι θέμα χρόνου να γραφτεί. Τότε, όταν έχω το τραγούδι, ασχολούμαι με αυτή τη φωνή. Όποια κι αν είναι, αν το τραγούδι αυτό της «ανήκει». Όμως σε μόνιμη βάση χρησιμοποιώ φωνές που μπορούν να αποδώσουν τον βαθύτερο κόσμο μου. Μέσα από τη στενή επαφή ζωής, τη μουσική εκπαίδευση και την ερμηνευτική διαρκή επίδραση μόνο αυτές οι φωνές έχουν την άμεση πρόσβαση στους μυστικούς κωδικούς κάποιων πολύ δικών μου κόσμων. Εννοείται, κάθε «ελληνική φωνή» έχει τόσο μεγάλη προσωπικότητα, που ίδια δεν ξαναβγαίνει. Το «ουδείς αναντικατάστατος» δεν σημαίνει ότι ο αναπληρώνων το κενό το κάνει με τον ίδιο τρόπο. Η ανάγκη και ο χρόνος απλά βοηθούν, κάθε φορά, σε μιά νέα συνήθεια. Όμως, όλοι όσοι έφυγαν και όλοι όσοι ζουν είναι αναντικατάστατοι, αν έχουν αληθινή προσωπικότητα.

Τι συμβουλεύετε τα νέα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με τη σύνθεση, αλλά οι καιροί δεν τους το επιτρέπουν;

Οι καιροί το επιτρέπουν πάντα. Απλά, η τέχνη γι’ αυτούς τους νέους πρέπει να είναι απόλυτη βιολογική ανάγκη, σαν το φαγητό, τον ύπνο ή την αφόδευση. Δεν περιμένεις την οικονομική ανάπτυξη για όλα αυτά. Απλά γράφεις. Ζεις για να γράφεις και όχι το ανάποδο. Αυτό απλά δεν υπάρχει. Επίσης, σε σχέση με την εποχή: εγώ πρωτοεμφανίστηκα στην ελληνική σκηνή, όταν ακόμα ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Μούτσης, ο Λεοντής, ο Μαρκόπουλος, ο Σαββόπουλος, ο Λοΐζος και τόσοι άλλοι έβγαζαν κάθε χρόνο αριστουργήματα. Ήταν νομίζω πιο δύσκολη εποχή για να ξεχωρίσεις από ό,τι σήμερα…

Τελικά η μουσική γνωρίζει από σύνορα;

Η τέχνη είναι ένα πολυσχιδές παγκόσμιο φαινόμενο και αφορά σε όλον τον πλανήτη ως τέτοιο. Όμως, ο κάθε πολιτισμός αναπτύσσει τη δική του τοπική διάλεκτο, που είναι συνδεδεμένη τόσο με τον τόπο όσο και με τον χρόνο και είναι βλακώδες να επαναλαμβάνεται… η τσίχλα, ότι η μουσική ή η τέχνη γενικά δεν γνωρίζει σύνορα. Ποιος διαβάζει σήμερα «Σουητώνιο» στα Λατινικά; Ποιος ακούει Μοντεβέρντι στη χώρα των Ζουλού; Γνωρίζει και παραγνωρίζει σύνορα η τέχνη. Απλά, κάποιων επικρατούντων (οικονομικοστρατηγικά) πολιτισμών μαθαίνουμε υποχρεωτικά τις ξένες αισθητικές τους γλώσσες, προκειμένου να συναλλαχθούμε με τον χρόνο και το γίγνεσθαι. Η ροζ άποψη περί παγκοσμιότητας της τέχνης προσκρούει σε χιλιάδες περιπτώσεις, όπως λ.χ. στο πόσους διεθνείς καλλιτέχνες έχει η Αμερική, η Αγγλία κ.λπ. και πόσους η Ζάμπια ή η Λετονία, που να κάνουν δηλαδή καριέρα στη γλώσσα του λαού τους και να είναι γνωστοί σε όλο τον πλανήτη. Το «έθνικ» ως κίνημα, με την απαράμιλλη επιφανειακότητά του, αποδεικνύει την απόλυτη επικοινωνιακή αδυναμία επικοινωνίας της ουσίας της μουσικής των λαών (πέραν του εντυπωσιασμού από τον εξωτισμό του ήχου των άγνωστων οργάνων).

Έχετε κάνει σπουδές στη μουσική; Γονίδιο ή ανάγκη;

Έχω φυσικά κάνει σπουδές σε όργανα και θεωρητικά, όπως επίσης και σύνθεσης τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος. Μπορείτε να τις βρείτε στα βιογραφικά μου. Ωστόσο, οι σπουδές που δεν απαντούν προαιώνιες και προϋπάρχουσες μέσα μας αμείλικτες ερωτήσεις (εκεί είναι το γονίδιο) είναι απολύτως άχρηστες.

Υπάρχει, τέλος, κάτι στη μουσική που δεν έχετε κάνει, αλλά θέλετε να το επιχειρήσετε;

Νομίζω ότι πρέπει τώρα να δοκιμάσω να γράψω μουσική. Κάποτε να συμβεί και αυτό.

Τα σχόλια είναι κλειστά.