Ειδησεογραφικό site

Γιάννης Λεμπέσης στο «Κ»: Το ρεμπέτικο «μαχαίρι» στα προβλήματα

535

Της Δέσποινας Καραγιαννοπούλου

«Το τραγούδι είναι βιωματικό. Για να βγάλεις ψυχή πρέπει να ζήσεις, να μαζέψεις εμπειρίες» δηλώνει στο «Καρφί» ο ρεμπέτης τραγουδιστής Γιάννης Λεμπέσης που κλείνει 30 χρόνια στο πάλκο και στη δισκογραφία. Τριάντα χρόνια που όπως μας είπε σκοπεύει να γιορτάσει με ένα καινούργιο διπλό CD που ήδη ετοιμάζεται στο στούντιο. Αυθεντικός και αυθόρμητος μας μίλησε για τα πρώτα του βήματα στο ρεμπέτικο, για τον «εξωτικό» Εβρο που πέρασε το φανταριλίκι του αλλά και το «Εντελαμαγκέν», τον χώρο που σήμερα τραγουδάει και ήταν το μαγαζί του Σπύρου Ζαγοραίου.

Τι ρόλο έπαιξε στη σταδιοδρομία σας στο τραγούδι, το γεγονός ότι ήσασταν και ψάλτης;

Πάντα έλεγα και θα λέω ότι η αλυσίδα της μουσικής είναι τα αρχαία ακούσματα, τα βυζαντινά και εν συνεχεία όλοι οι υπόλοιποι δρόμοι του τραγουδιού. Θεωρώ ότι επειδή από πολύ μικρός κυλούσε στο αίμα μου η μουσική, η απασχόλησή μου με την ψαλτική στο αριστερό ψαλτήρι της εκκλησίας του χωριού μου, που είναι το Κρεμαστό Ευβοίας, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία μου καθώς τα βυζαντινά ακούσματα ριζώθηκαν από νωρίς μέσα μου.

Δηλαδή δεν υπήρχε «μικρόβιο» από την οικογένεια;

Όχι από τους γονείς μου. Ο παππούς μου είχε περισσότερη σχέση με την βυζαντινή μουσική. Οι γονείς μου από την άλλη, αγρότες στο επάγγελμα, είχαν άλλες έννοιες να μεγαλώσουν τα τρία παιδιά τους (τον Γιάννη και τις δύο αδερφές του) κάτω από δύσκολες συνθήκες με σκληρή δουλειά και προσπάθεια προτρέποντάς μας να σπουδάσουμε και να μορφωθούμε για να ζήσουμε μια καλύτερη ζωή όπως συχνά μας έλεγαν.

Ακολουθήσατε τη συμβουλή τους;

Ήμουν μελετηρός, πειθαρχημένος καθώς και άριστος μαθητής και αθλητής και στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο. Έτσι το 1975 μπαίνω με εισαγωγικές εξετάσεις στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο τμήμα τοπογράφων-μηχανικών και τον Ιούνιο του 1981 παίρνω το πτυχίο μου. Ως φοιτητής ήμουν στην ορχήστρα του Πανεπιστημίου και μάλιστα παίζαμε και σε ταβερνάκια, καθότι όλοι είμαστε φτωχαδάκια και προσπαθούσαμε να τα βγάλουμε πέρα. Εκείνη την εποχή γνώρισα και τους περισσότερους από τους θρύλους του ρεμπέτικου που είχαν απομείνει (Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Οδυσσέα Μοσχονά, Κώστα Ρούκουνα, Ρένα Στάμου, Μιχάλη Γενίτσαρη κ.ά.) με τους οποίους αργότερα συνεργάστηκα στο πάλκο είτε σε μαγαζιά είτε σε συναυλίες.

Πότε σας μπήκε το δίλημμα μηχανικός ή μουσικός;

Όταν επέστρεψα από το στρατό. Το 1983 απολύομαι από τον στρατό και βρίσκομαι στην Αθήνα με το επαγγελματικό δίλημμα. Μηχανικός ή μουσικός. Για 3 χρόνια τα συνδυάζω και τα δύο. Έτσι το πρωί δουλεύω σαν μηχανικός στο σχέδιο πόλης στο Καματερό και το βράδυ παίζω και τραγουδώ ρεμπέτικα στα στέκια που τότε άρχιζαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια και να αποκαλούνται «ρεμπετάδικα».

Τελικά υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ρεμπέτικο τραγούδι και το λαϊκό;

Ναι υπάρχει. Το ρεμπέτικο τραγούδι γράφτηκε από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 μέχρι και τη δεκαετία του ’50. Μιλάμε για τραγούδια που πραγματικά έβαζαν το μαχαίρι στα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας. Θεματολογία που τους έδωσε διαχρονική αξία. Δεν είναι τυχαίο που σήμερα τραγουδιούνται ρεμπέτικα σαν να μην έχει περάσει ούτε μία ημέρα από τότε που γράφτηκαν. Από την άλλη, τα λαϊκά τραγούδια ξεθωριάζουν εύκολα διότι αναλώνονται σε επιφανειακές καταστάσεις, που δεν έχουν βάθος και ουσία.

Ξεχωρίζετε κάποιες ρεμπέτικες φωνές στους νέους;

Δεν μπορώ να αναφέρω ονόματα. Μπορώ όμως να σας πω ότι υπάρχουν εκπληκτικές φωνές και εξαιρετικοί μουσικοί. Όμως για να αποδώσεις ένα τραγούδι έτσι όπως πρέπει και να το αναδείξεις πρέπει να έχεις ζήσει να έχεις αποκτήσει εμπειρίες. Το τραγούδι είναι και θα είναι πάντα βιωματικό. Πάντως πιστεύω ότι όλα αυτά τα νεαρά άτομα επειδή έχουν τις προϋποθέσεις και τη θέληση στη διαδρομή θα τα καταφέρουν.

Ποια στοιχεία θεωρείτε ότι σας έχουν κάνει αγαπητό ακόμη και ανάμεσα στον νεαρόκοσμο;

Η γνώση, η ποιότητα, το πλούσιο ρεπερτόριο και η αυθεντικότητα στο παίξιμο και στο τραγούδι. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τον αυθόρμητο και τον ειλικρινή χαρακτήρα μου θεωρώ ότι με έχουν κάνει αγαπητό στον κόσμο.

Σήμερα σε ποιο μαγαζί παίζετε;

Στο θρυλικό «Εντελαμαγκέν» του Σπύρου Ζαγοραίου στο Αιγάλεω. Σήμερα τη διαχείριση του κέντρου την έχει ο εγγονός του. Χωρίς «φρού-φρού και αρώματα», αυθεντικά με αληθινά λαϊκά τραγούδια, χαμηλές τιμές και οικογενειακό περιβάλλον κυλάνε τα βράδια μας. Αυτό που μου αρέσει είναι τα νέα παιδιά που έρχονται στο μαγαζί, τα οποία όχι μόνο ξέρουν να τραγουδούν τα ρεμπέτικα αλλά τα λένε και με απίστευτο πάθος, τα ζουν, αν και είναι άλλης εποχής παιδιά.

Πότε φτιάξατε την Ελληνική Κομπανία;

Όταν ήμουν στρατιώτης στον Έβρο. Την διετία 1981 – 1983 υπηρετώντας στον μακρινό Έβρο την στρατιωτική μου θητεία, έφτιαξα με φίλους μου φαντάρους μια ρεμπέτικη κομπανία και παίζαμε για το χαρτζιλίκι μας σε ταβερνάκια του Διδυμοτείχου και της Ορεστιάδας. Θυμάμαι τον διοικητή μου που γενικότερα μας βοηθούσε μας έδινε εξόδους για να μπορούμε να παίζουμε και να καλύπτουμε τις ανάγκες μας. Πολύ καλός φίλος που μέχρι σήμερα τον βλέπω.

Πότε έγινε η γνωριμία σας με τον σπουδαίο μελετητή του Ρεμπέτικου, τον Π. Κουνάδη;

Η γνωριμία μας έγινε το 1976 και ουσιαστικά αυτή καθόρισε την μουσική μου πορεία καθώς ο Κουνάδης με μύησε στους θησαυρούς των 78 στροφών. Έτσι πριν ακόμα ανέβω στο πάλκο έπαιζα και τραγουδούσα χιλιάδες παλιά Ρεμπέτικα και Σμυρναίικα τραγούδια. Το 1976 λοιπόν δούλευα στο εκδοτικό συγκρότημα της Ακρόπολης-Απογευματινής μαζί με τον αδερφό του Κουνάδη, αυτός ήταν ο συνδετικός μας κρίκος. Εκείνη την περίοδο που δούλευα στο συγκρότημα ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές: από γκαρσόνι μέχρι ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου.

Πότε εμφανίσατε την πρώτη σας δισκογραφική δουλειά;

Το 1986 που ήταν ένας δίσκος με 12 κατάδικά μου τραγούδια και τον τίτλο «Σας μιλάω σοβαρά». Θυμάμαι τότε η επιτυχία ήταν πολύ μεγάλη, πουλήθηκαν πάνω από 10.000 δίσκοι. Από τότε έχουν κυλήσει 30 χρόνια στη δισκογραφία.

Θα το γιορτάσετε αυτό;

Ναι και μάλιστα με διπλό CD, για το οποίο ήδη είμαι στο στούντιο και το ηχογραφώ.

Τα σχόλια είναι κλειστά.